Dictionary of Greek. 2013.
φιλευσεβής — ές, Μ αυτός που αγαπά την ευσέβεια. επίρρ... φιλευσεβῶς Μ με φιλευσέβεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὐσεβής] … Dictionary of Greek